Για τον Νικόλαο Κατούντα, τον Πατρινό "Λεωνίδα της Κερύνειας"

 

Ο Νικόλαος Κατούντας γεννήθηκε στην Πάτρα το 1943.

Ήταν απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τοποθετήθηκε στις Καταδρομές (ΛΟΚ) και εκπαιδεύτηκε ως αλεξιπτωτιστής, βατραχάνθρωπος και χιονοδρόμος.
Υπήρξε κορυφαία ηρωική μορφή της μάχης της Κερύνειας και χαρακτηρίσθηκε για την γενναιότητα του και την αυτοθυσία του. Ως διοικητής του 31ου Λ. Κ. της 33ης Μ. Κ., πολέμησε στον Άγιο Ιλαρίωνα και Αγ. Γεώργιο της Κερύνειας τον Ιούλιο του 1974 και αντιμετώπισε μαζί με τους στρατιώτες του το μεγαλύτερο καίριο βάρος των Τούρκων εισβολέων.
Ο "Λεωνίδας της Κερύνειας" όπως τον αποκαλούν, έδωσε άνισες μάχες, μόνος και αβοήθητος μαζί με τους στρατιώτες του εναντίον των Τούρκων κατακτητών.
Όταν όλα χάθηκαν, αυτοθυσιάστηκε με γενναιότητα για να καλύψει μέχρι και τον τελευταίο στρατιώτη του. Ως Λεωνίδας έμεινε εκεί για να φυλάει Θερμοπύλες και με την ηρωική του αυτοθυσία δόξασε Ελλάδα και Κύπρο, αφήνοντας πίσω του, τους δικούς του ανθρώπους, την γυναίκα του και τις δύο κόρες του.
Από τις 20 Ιουλίου το ξημέρωμα πολεμούσε με την Μοίρα του, την 33 Μοίρα καταδρομών στον Πενταδάκτυλο στην περιοχή του Κοτζά καγιά και του Αγίου Ιλαρίωνα την 65η επίλεκτη τουρκική ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών του Κασερίμ που από το ξημέρωμα της εισβολής πέφτει από τα τουρκικά μεταγωγικά αεροπλάνα στη περιοχή με σκοπό να αποκόψει τυχόν κίνηση των δυνάμεων της εθνικής φρουράς προς ενίσχυση της άμυνας του 251 τάγματος του ήρωα Καλαματιανού Αντισυνταγματάρχη Παύλου Κουρούπη στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας.
Η προδοτική ηγεσία του ΓΕΕΦ όμως με το πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη τον ταξίαρχο Μιχάλη Γεωργίτση άφησαν τις μονάδες αυτές των καταδρομών χωρίς καμία εντολή δράσης χωρίς εφοδιασμό και χωρίς να τους στείλουν έστω ένα τάγμα πεζικού.
Έτσι φτάνουμε στο μοιραίο ξημέρωμα της Δευτέρας 22 Ιουλίου:
Με το πρώτο φως, ο Υπολοχαγός που επί διήμερο μάχεται συνεχώς εμπλεκόμενος με ό,τι πιο επίλεκτο έχει ρίξει ο Αττίλας στο νησί, λαμβάνει μια μοιραία διαταγή από την διοίκηση καταδρομών Κύπρου που τον διέτασσε να πάρει τον λόχο του τον 31 λόχο καταδρομών της 33ης μοίρας που διοικούσε δυνάμεως 62 ανδρών και να κατεβεί στη περιοχή του Αγίου Γεωργίου Κερύνειας ώστε να χτυπήσει δυο τουρκικά άρματα που παρενοχλούσαν τη περιοχή όπως έλεγε η διαταγή (εδώ πρέπει να πούμε ότι οι μοίρες καταδρομών στη Κύπρο τότε διέθεταν απηρχαιωμένο οπλισμό της εποχής του β΄ παγκοσμίου πολέμου όπως αγγλικού τύπου τυφέκια Lee–Enfield και οπλοπολυβόλα Μ3 ενώ στερούνταν παντελώς αντιαρματικών αλλά και κάθε είδους βαρέων όπλων).
Ο Ήρωας Υπολοχαγός Κατούντας εκτελεί αμέσως τη διαταγή και ταχύτατα παρά τη ταλαιπωρία των δυο προηγούμενων ημερών προωθείται με τους 62 λεβέντες του με ατομικό παλαιό οπλισμό και χειροβομβίδες μόνο, στην περιοχή του τουρκικού προγεφυρώματος στον Άγιο Γεώργιο λίγο έξω από την Κερύνεια όπως όριζε η διαταγή και αντί των δυο αρμάτων αντικρίζει μια εικόνα κόλασης που δε χωράει ο ανθρώπινος νους ….
Η άμυνα της διλοχίας του 251 τάγματος του Παύλου Κουρούπη που από την αρχή της εισβολής υπερασπιζόταν ηρωικά τη περιοχή έχει πλέον σπάσει αφού ούτε αυτή δέχθηκε καμία ενίσχυση από το ΓΕΕΦ όπως όριζαν τα σχέδια αμύνης της νήσου και μια ολόκληρη τουρκική ταξιαρχία πεζικού με δύναμη 3.200 ανδρών έχει αποβιβαστεί ενισχυμένη με επιλαρχίες αρμάτων της 39ης μεραρχίας του στρατηγού Μπετρεντίν Ντεμιρέλ και υποστηριζόμενη από το ναυτικό πυροβολικό των πλοίων και τη τουρκική αεροπορία που απανθρακώνει τη περιοχή συνεχώς με βόμβες ναπάλμ, επιτίθεται και σε μια διάταξη λαβίδας σαρώνει ολόκληρο τον κάμπο της Κερύνειας κινούμενη προς την πόλη……

Το τελευταίο «μολών λαβέ» :
Ο αγγελιοφόρος της μονάδας, ο Χαράλαμπος Κυρίλλου, κατέγραψε :

"...Εγώ, ο Χαράλαμπος Κυρίλλου, από την κατεχόμενη Κερύνεια, που έχει ζήσει τις τελευταίες στιγμές με τον λοχαγό των Καταδρομών Νικόλαο Κατούντα, θα σας διηγηθώ τι είχε συμβεί εκείνο το καταραμένο προδομένο μεσημέρι ...
Ο ήλιος είχε πάρει την κατηφόρα και μέσα στα ερείπια που κάπνιζαν εμείς ξεκινήσαμε την επιχείρηση για κατάληψη του Αγίου Ιλαρίωνα, ενός απόρθητου υπό τουρκικό έλεγχο φρουρίου με διοικητή της Μοίρας μας τον λοχαγό Νικόλαο Κατούντα.
Μετά από σκληρές μάχες καταφέραμε και πήραμε τα πυροβολεία γύρω από το φρούριο.
Από αυτή τη φάση αρχίζει η μεγάλη προδοσία της Κύπρου.
Το Πυροβολικό, το οποίο περιμέναμε να χτυπήσει το φρούριο ώστε στις 12.00 να κάνουμε την τελική επίθεση και την κατάληψή του, κάποιοι «πατριώτες» το τοποθέτησαν σε καίριο μέρος ώστε να γίνει ορατό από τα πολεμικά αεροπλάνα των Τούρκων και σε λίγο να γίνει στάχτη.
Εμείς πάνω περιμέναμε, αλλά τι να γίνει ! Μας βρίσκει το χάραμα και ποιος είδε το χάρο και δε φοβήθηκε. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία φτάσαμε στη Μοίρα. Όλοι, φαντάροι, αξιωματικοί, ένα μάτσο χάλια.
Ξημερώνοντας η 22α Ιουλίου, ο λοχαγός μου είπε να ανέβω στο τζιπ και να πάμε κάτω στην Κερύνεια να καταστρέψουμε ένα άρμα των Τούρκων. Με το τυφέκιο Νο 4 που κρατούσαμε, τι άρμα να καταστρέψεις...!
Ολόκληρος ο 31ος λόχος ξεκινήσαμε για την Κερύνεια. Έδωσε ο λοχαγός τις απαραίτητες οδηγίες. Ακροβόλησε το λόχο. Μια διμοιρία προς τη θάλασσα και οι άλλες δύο προς τον Πενταδάκτυλο.
Εγώ, μέσα στον κύριο δρόμο πάνω στο τζιπ μαζί με το λοχαγό, με κατεύθυνση προς τον Αγ. Γεώργιο, ένα χωριό έξω από την Κερύνεια, και από 'κει κατευθύναμε το λόχο.
Σε κάποια στιγμή ανεβήκαμε σε ένα τριώροφο σπίτι για να βλέπουμε καλύτερα, γιατί ο λοχαγός φοβόταν μήπως γινόταν κάτι από τη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξα το ψυγείο και βρήκα μέσα ένα κομμάτι καρπούζι. Μόλις το αντίκρισα, το άρπαξα και ήμουν έτοιμος να χώσω τη μούρη μου μέσα. Ντράπηκα το λοχαγό μου και του το έδωσα. Πήρε ένα μαχαίρι και εκεί που ήμασταν έτοιμοι να σβήσουμε τη δίψα μας, μας καλούν από τη δεύτερη διμοιρία, ότι σε ένα περιβόλι με λεμονιές υπήρχαν καμουφλαρισμένα 200 τουρκικά άρματα ..!.
Εκείνη τη στιγμή με κοίταξε στα μάτια ο λοχαγός και μου είπε: «Λοχία, μας πρόδωσαν».
Από τα νεύρα του, όπως βαστούσε το καρπούζι το πέταξε στον τοίχο...
Είχαμε τόση δίψα πάνω μας που τα χείλη μας είχαν κολλήσει. Το νερό, η παροχή του ήταν κομμένη. Με κτύπησε στον ώμο σαν να μου ζήταγε συγγνώμη...
Αρπάζει τον ασύρματο από το χέρι μου και διατάζει τις διμοιρίες οπισθοχώρηση. Μετά από μισή ώρα μαζευτήκαμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι που ήταν η Μητρόπολη Κερύνειας.
Ο λοχαγός, μας έδινε οδηγίες για να γλιτώσουμε από αυτή την προδοσία.
Μόλις μας κατατόπισε γίναμε αντιληπτοί από τους Τούρκους που μπαίνανε μέσα στην Κερύνεια σα να κάνανε παρέλαση στο Σύνταγμα....
Δώσαμε και εκεί σκληρή μάχη με ό,τι είχαμε στη διάθεσή μας.
Οπλισμό μηδέν, νηστικοί και διψασμένοι και όμως το θάρρος, το πείσμα και η ενθάρρυνση του λοχαγού μας, νίκησε.
Οι Τούρκοι φύγανε όλοι τρεχάλα και κρυμμένοι πίσω από τα άρματα μπήκανε στην Κερύνεια.
Μέσα από βουνά και χαράδρες και με τη δίψα να μας ταλαιπωρεί, φτάσαμε έξω από το χωριό Κάρμι και λίγο πιο μακριά το τουρκικό χωριό Τέμπλος. Ο λοχαγός μας είπε ότι πρέπει να μείνουμε εδώ να βραδιάσει και μετά να φύγουμε. Ο λόγος ήταν ότι η Κερύνεια είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων και έπρεπε να περιμένουμε. Μου είπε να πάρω πέντε λοκατζήδες και να προχωρήσω λίγο πιο πάνω αν τυχόν και πέσει κάτι στην αντίληψή μου να του το αναφέρω.
Μόλις σηκωθήκαμε ακούγεται μία έκρηξη !
Ένας φαντάρος ο οποίος πήγε για ανάγκη του, έρχεται με το ένα χέρι να κρέμεται...
Παίρνει την ξιφολόγχη το κόβει τελείως και το πετά στη χαράδρα, σαν να πέταγε ένα κομμάτι ξύλο. Μόλις αντικρίσαμε αυτό το γεγονός παγώσαμε...
Αμέσως ο λοχαγός τον φρόντισε και μας ενθάρρυνε.
Εκεί άρχισε η μάχη ζωής και θανάτου...
Μια ώρα τα όπλα δεν σίγησαν ούτε ένα λεπτό.
Οι Τούρκοι έκαναν πίσω και τότε ο λοχαγός μας φώναξε όλους και μας διέταξε ότι τώρα πρέπει να φύγουμε προς άλλη κατεύθυνση λέγοντας:
«Μωρέ φύγετε σας λέω ! Οι μανάδες της Κύπρου θα μαυροφορεθούνε σήμερα  και δε θέλω να ’ναι οι δικές σας !»
Εγώ και ο λοχαγός καλύπταμε τους υπόλοιπους για έξοδο από τη χαράδρα μόλις βγήκε και ο τελευταίος.
Μείναμε στο τέλος μόνοι μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια για λίγο.
Το πρόσωπό του είχε μια υπερκόσμια λάμψη.
Αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του.
Τέτοιο χαμόγελο δε νομίζω να αντικρίσω ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη.
Ένα χαμόγελο σιγουριάς, αγάπης και αυτοθυσίας.
Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε λοχαγός και στρατιώτης.
Υπήρχαν δύο άνθρωποι, δύο φίλοι.
Μου είπε να φύγω και ότι θα με καλύπτει.
Έφυγα.
Ήταν η τελευταία φορά που είδα το λοχαγό μου, το φωτεινό του χαμόγελο που ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά (και ήμαστε έτοιμοι ακόμα και στην κόλαση να τον ακολουθήσουμε) ήταν η τελευταία φορά που είδα το Λοχαγό, τον Άνθρωπο, το Φίλο, τον Πατέρα, το Νίκο Κατούντα...
Πότε του δεν είχε θυμώσει με μας.
Ποτέ δεν παραφέρθηκε.
Ουδείς εξ αυτού αδικήθηκε.
Πολεμήσαμε και κρατηθήκαμε μαζί του.
Δώσαμε άνισες μάχες αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους εισβολείς.
Ο λοχαγός μόνος και αβοήθητος με τους στρατιώτες του.
Όταν όλα χάθηκαν, μας διέταξε να αποχωρήσουμε.
Έμεινε τελευταίος να μας καλύπτει σαν Λεωνίδας της Κύπρου.
Έμεινε εκεί να φυλάσσει την Κερύνεια.
Η μνήμη του θα μας οδηγεί.
Ευλαβικά.

Ο αγγελιοφόρος του